- ἀνιάτρευτος
- ἀνιάτρευτοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανιάτρευτος — ἀνιάτρευτος, ον (Μ) αγιάτρευτος, αθεράπευτος … Dictionary of Greek
ἀνιάτρευτον — ἀνιάτρευτος masc/fem acc sg ἀνιάτρευτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιατρεύτου — ἀνιάτρευτος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιατρεύτῳ — ἀνιάτρευτος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιάτρευτα — ἀνιάτρευτος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιάτρευτοι — ἀνιάτρευτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)